ξηροκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξηροκαλλιέργεια < ξηρός + -ο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξηροκαλλιέργεια θηλυκό
- το είδος της καλλιέργειας σε εδάφη που είναι ξερικά και άνυδρα