ξηροστομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξηροστομία θηλυκό
- σύμπτωμα ασθένειας ή γενικά προβλήματος υγείας, κατά το οποίο στεγνώνει το στόμα και το άτομο δεν έχει ή αισθάνεται να μην έχει επαρκή σίελο στο στόμα του
- Μερικά σκευάσματα προκαλούν ξηροστομία ως παρενέργεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξηροστομία
|