ξηροστομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξηροστομία οι ξηροστομίες
      γενική της ξηροστομίας των ξηροστομιών
    αιτιατική την ξηροστομία τις ξηροστομίες
     κλητική ξηροστομία ξηροστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηροστομία < ξηρός + στόμα + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηροστομία θηλυκό

  1. σύμπτωμα ασθένειας ή γενικά προβλήματος υγείας, κατά το οποίο στεγνώνει το στόμα και το άτομο δεν έχει ή αισθάνεται να μην έχει επαρκή σίελο στο στόμα του
    Μερικά σκευάσματα προκαλούν ξηροστομία ως παρενέργεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]