ξυλαράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλαράκι τα ξυλαράκια
      γενική
    αιτιατική το ξυλαράκι τα ξυλαράκια
     κλητική ξυλαράκι ξυλαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο ξυλαράκια τοποθετημένα παράλληλα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυλαράκι < ξύλο + υποκοριστικό επίθημα -αράκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξυλαράκι ουδέτερο (και ξυλάκι)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η χρήση του σε τυποποιημένα αντικείμενα όπως τα ξυλάκια για το παγωτό ή την κατανάλωση τροφής ή τα τυποποιημένα αντικείμενα παιχνιδιών είναι αδόκιμη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξύλο