ξυλαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξυλαράς | οι | ξυλαράδες |
γενική | του | ξυλαρά | των | ξυλαράδων |
αιτιατική | τον | ξυλαρά | τους | ξυλαράδες |
κλητική | ξυλαρά | ξυλαράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλαράς < ξύλο + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλαράς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο έμπορος καυσόξυλων
- (μεταφορικά) (μειωτικό) αγροίκος, άξεστος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξύλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυλαράς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -αράς (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)