ξυλοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλοβιομηχανία < ξύλο + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλοβιομηχανία θηλυκό
- ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με την κατεργασία του ξύλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυλοβιομηχανία
|