ξυστήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυστήρι | τα | ξυστήρια |
γενική | του | ξυστηριού | των | ξυστηριών |
αιτιατική | το | ξυστήρι | τα | ξυστήρια |
κλητική | ξυστήρι | ξυστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυστήρι < ξύνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυστήρι ουδέτερο
- αυτό με το οποίο ξύνουμε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυστήρι
|