ξύλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξύλωση οι ξυλώσεις
      γενική της ξύλωσης* των ξυλώσεων
    αιτιατική την ξύλωση τις ξυλώσεις
     κλητική ξύλωση ξυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξύλωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξύλωσις < ξυλῶ (ξυλόω) < ξύλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξύλωση θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική, ναυπηγικός όρος) ο ξύλινος σκελετός ενός οικοδομήματος ή (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε άλλη κατασκευή από ξύλο (σε οικοδομή, πλεούμενο κ.λπ.)
    ※  Παρῆλθον δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας, καὶ γενναῖον πετροβόλημα ἤρχισε νὰ δέρνῃ τὴν στέγην, τὰς ξυλώσεις, καὶ τὰς δοκοὺς τοῦ ἀφατνώτου πατώματος τῆς ἐρήμου οἰκίας. Πολλοὶ λίθοι, μὲ ὑπόκωφον δοῦπον, διερχόμενοι διὰ τῶν δοκῶν, καὶ ἄλλοι διὰ τῆς θύρας ἔπιπτον εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ ἰσογείου. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
     συνώνυμα: ξυλωσιά
  2. ξύλινη επένδυση

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ξύλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]