οβελίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οβελίας | οι | οβελίες |
γενική | του | οβελία | των | οβελιών |
αιτιατική | τον | οβελία | τους | οβελίες |
κλητική | οβελία | οβελίες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οβελίας < αρχαία ελληνική ὀβελίας (ψωμί ψημένο στη σούβλα} από παρανόηση της σημασίας του ὀβελός (σούβλα για ψήσιμο κρέατος) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.veˈli.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐βε‐λί‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οβελίας αρσενικό
- (γαστρονομία) το αρνί ή το κατσίκι που ψήνεται στη σούβλα πάνω από κάρβουνα, συνήθως την ημέρα του Πάσχα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- οβελίας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οβελίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)