οβελιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οβελιστήριο | τα | οβελιστήρια |
γενική | του | οβελιστήριου & οβελιστηρίου |
των | οβελιστήριων & οβελιστηρίων |
αιτιατική | το | οβελιστήριο | τα | οβελιστήρια |
κλητική | οβελιστήριο | οβελιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οβελιστήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οβελιστήριο ουδέτερο
- το ψητοπωλείο, κατάστημα όπου σερβίρουν ψητό της σούβλας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οβελιστήριο
|