οβελός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οβελός | οι | οβελοί |
γενική | του | οβελού | των | οβελών |
αιτιατική | τον | οβελό | τους | οβελούς |
κλητική | οβελέ | οβελοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οβελός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οβελός αρσενικό
- ξύλινο ή σιδερένιο ραβδί στο οποίο διαπερνούν κομμάτια από κρέας ή ολόκληρα σφάγια για να ψηθούν στη θράκα, σούβλα
- μεταλλικό ραβδί με το οποίο καθαρίζονται οι κάννες των φορητών όπλων, βέργα
- μικρή οριζόντια γραμμή που σημειώνεται στο περιθώριο χειρογράφων για να δηλώσει ότι ένα χωρίο είναι νόθο