ογδοντάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ογδοντάρα | οι | ογδοντάρες |
γενική | της | ογδοντάρας | — | |
αιτιατική | την | ογδοντάρα | τις | ογδοντάρες |
κλητική | ογδοντάρα | ογδοντάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ογδοντάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ογδοντάρα θηλυκό
- γυναίκα ηλικίας περίπου ογδόντα χρονών
- ένα σύνολο από ογδόντα ομοειδή πράγματα, πχ 80€
- Πόσο να κάνει ένας καλός εκτυπωτής; Δε θα κάνει καμιά ογδοντάρα;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ογδοντάρα
|