ογδοντάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ογδοντάρα οι ογδοντάρες
      γενική της ογδοντάρας
    αιτιατική την ογδοντάρα τις ογδοντάρες
     κλητική ογδοντάρα ογδοντάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ογδοντάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ογδοντάρα θηλυκό

  1. γυναίκα ηλικίας περίπου ογδόντα χρονών
  2. ένα σύνολο από ογδόντα ομοειδή πράγματα, πχ 80€
    Πόσο να κάνει ένας καλός εκτυπωτής; Δε θα κάνει καμιά ογδοντάρα;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]