οδηγίες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

οδηγίες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οδηγία
  2. σημαντική πληροφορία για την λειτουργία ενός αντικειμενου