οιδιπόδειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιδιπόδειος η οιδιπόδεια το οιδιπόδειο
      γενική του οιδιπόδειου της οιδιπόδειας του οιδιπόδειου
    αιτιατική τον οιδιπόδειο την οιδιπόδεια το οιδιπόδειο
     κλητική οιδιπόδειε οιδιπόδεια οιδιπόδειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιδιπόδειοι οι οιδιπόδειες τα οιδιπόδεια
      γενική των οιδιπόδειων των οιδιπόδειων των οιδιπόδειων
    αιτιατική τους οιδιπόδειους τις οιδιπόδειες τα οιδιπόδεια
     κλητική οιδιπόδειοι οιδιπόδειες οιδιπόδεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οιδιπόδειος < οἰδιπόδειος < αρχαία ελληνική Οἰδίπους

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ðiˈpo.ði.os/

Επίθετο[επεξεργασία]

οιδιπόδειος, -α, -ο

  1. ο σχετικός με τον Οιδίποδα
    Οιδιπόδειο δράμα
  2. ο σχετικός με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Φρόιντ, για την σεξουαλική έλξη που νιώθει αλλά καταπνίγει ο γιος για την μητέρα και που το αντίστοιχο στις κόρες προς τον πατέρα θεωρείται ότι είναι το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας (το οιδιπόδειο και ως ουσιαστικό)
    οιδιπόδεια σχέση, οιδιπόδειος δεσμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]