οικονομίες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | οικονομίες | ||
γενική | των | οικονομιών | ||
αιτιατική | τις | οικονομίες | ||
κλητική | οικονομίες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικονομίες < πληθυντικός αριθμός του οικονομία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ko.noˈmi.es/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐νο‐μί‐ες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικονομίες θηλυκό στον πληθυντικό
- τα χρήματα που μαζεύει κάποιος προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει αργότερα, συνήθως για μια έκτακτη ανάγκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οικονομίες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οικονομία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)