οικότοπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικότοπος οι οικότοποι
      γενική του οικότοπου
οικοτόπου
των οικότοπων
οικοτόπων
    αιτιατική τον οικότοπο τους οικότοπους
οικοτόπους
     κλητική οικότοπε οικότοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικότοπος < οίκ(ος) + -ό- + -τοπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική habitat)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οικότοπος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]