οινογνώστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οινογνώστης οι οινογνώστες
      γενική του οινογνώστη των οινογνωστών
    αιτιατική τον οινογνώστη τους οινογνώστες
     κλητική οινογνώστη οινογνώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οινογνώστης < οινογνωσία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οινογνώστης αρσενικό

  • αυτός που κατέχει ιδιαίτερες γνώσεις περί του οίνου.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ο οινογνώστης διαφέρει του οινολόγου που μπορεί να παρεμβαίνει χημικά στη βελτίωση του οίνου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]