οινόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οινόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινόμετρο ουδέτερο
- όργανο που υπολογίζει την περιεκτικότητα του οινοπνεύματος στο κρασί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οινόμετρο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)