οκτέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οκτέτο τα οκτέτα
      γενική του οκτέτου των οκτέτων
    αιτιατική το οκτέτο τα οκτέτα
     κλητική οκτέτο οκτέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οκτέτο < (λόγιο δάνειο) γαλλική octette + -ο < ιταλική ottetto

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈkte.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐κτέ‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οκτέτο ουδέτερο

  • η μουσική σύνθεση που αποτελείται από οχτώ φωνές ή οχτώ μουσικά όργανα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]