ολεφίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολεφίνη οι ολεφίνες
      γενική της ολεφίνης των ολεφινών
    αιτιατική την ολεφίνη τις ολεφίνες
     κλητική ολεφίνη ολεφίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολεφίνη < αγγλική olefin < olefiant

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολεφίνη θηλυκό

  • αλκένιο, κατηγορία υλικών που περιλαμβάνει όλους τους ακόρεστους υδρογονάνθρακες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]