ολιγανδρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγανδρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγανδρία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγανδρία θηλυκό
- η έλλειψη ανδρών·[1] (κυριολεκτικά) οι λίγοι άνδρες, ο μικρός αριθμός (πλήθος) ανδρών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγανδρία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Γεώργιος Δ. Ζηκίδης (1926), Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της ελληνικής γλώσσης. 4η βελτιωμένη έκδοση. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 802.