ολιγομηνόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγομηνόρροια < ολιγο- + μήν + -ό- + -ρροια < (αρχαία ελληνική ὀλίγος + μήν + ῥέω, λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική oligomenorrhea < αρχαία ελληνική ὀλίγος + υστερολατινική menorrhea < αρχαία ελληνική μήν και ῥέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγομηνόρροια θηλυκό
- (ιατρική) η μειωμένη εμμηνόρροια, κυρίως σε ποσότητα αίματος
- σύμπτωμα γυναικολογικού ή γενικότερου οργανικού προβλήματος υγείας που έχει σαν συνέπεια η γυναίκα να παρουσιάζει μειωμένη έμμηνο ρύση χωρίς να βρίσκεται στην φάση της εμμηνόπαυσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εμμηνόρροια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγομηνόρροια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολιγο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ρροια (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)