ολιγόκαρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγόκαρδος < μεσαιωνική ελληνική ὀλιγόκαρδος και λιγόκαρδος λίγη + καρδιά
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόκαρδος ( & λιγόκαρδος)
- που του λείπει το σθένος, το θάρρος, ο λιπόψυχος, που "δεν το λέει η καρδιά του", αλλά και ο μικρόψυχος
- ....ο Νικίας, εκείνος ο πλούσιος Αθηναίος, ο λιγόκαρδος, ο αναποφάσιστος ("Σωκράτης, ο Προφήτης της Αρχαιότητας", Χρήστος Ζαλοκώστας)