ολιγόκαρδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγόκαρδος η ολιγόκαρδη το ολιγόκαρδο
      γενική του ολιγόκαρδου της ολιγόκαρδης του ολιγόκαρδου
    αιτιατική τον ολιγόκαρδο την ολιγόκαρδη το ολιγόκαρδο
     κλητική ολιγόκαρδε ολιγόκαρδη ολιγόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγόκαρδοι οι ολιγόκαρδες τα ολιγόκαρδα
      γενική των ολιγόκαρδων των ολιγόκαρδων των ολιγόκαρδων
    αιτιατική τους ολιγόκαρδους τις ολιγόκαρδες τα ολιγόκαρδα
     κλητική ολιγόκαρδοι ολιγόκαρδες ολιγόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγόκαρδος < μεσαιωνική ελληνική ὀλιγόκαρδος και λιγόκαρδος λίγη + καρδιά

Επίθετο[επεξεργασία]

ολιγόκαρδος ( & λιγόκαρδος)

....ο Νικίας, εκείνος ο πλούσιος Αθηναίος, ο λιγόκαρδος, ο αναποφάσιστος ("Σωκράτης, ο Προφήτης της Αρχαιότητας", Χρήστος Ζαλοκώστας)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]