ολιγόστιχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόστιχος
- αυτός που έχει λίγους στίχους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγόστιχος
|
ολιγόστιχος
|