ολοπάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολοπάθεια οι ολοπάθειες
      γενική της ολοπάθειας των ολοπαθειών
    αιτιατική την ολοπάθεια τις ολοπάθειες
     κλητική ολοπάθεια ολοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολοπάθεια < ολοπαθής. Αναλύεται σε ολο- + -πάθεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολοπάθεια θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ιατρική) πάθηση που προσβάλει το σύνολο του οργανισμού
  2. (γραμματική) το χαρακτηριστικό των λέξεων που είναι ολοπαθείς, για παράδειγμα αυτών που παθαίνουν δηλαδή συναίρεση σε όλες τις πτώσεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]