ολόγλυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολόγλυφος < ολο- + γλύφω + -ος < αρχαία ελληνική ολόγλυφος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)
Επίθετο[επεξεργασία]
ολόγλυφος
- που τον έχουν γλύψει, τον έχουν επεξεργαστεί ή σκαλίσει απ’ όλες τις πλευρές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολόγλυφος
|