ομαλότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομαλότητα < αρχαία ελληνική ὁμαλότης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική normalité[1] [2])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομαλότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ομαλό(ς), η ιδιότητα του ομαλού
- (κυριολεκτικά) για μια επιφάνεια που δεν παρουσιάζει προεξοχές ή εξογκώματα
- (μεταφορικά) όταν γίνεται κάτι με τρόπο κανονικό, συνηθισμένο, πρέποντα
- ≈ συνώνυμα: κανονικότητα, ευρυθμία
- ≠ αντώνυμα: ανωμαλία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ ομαλότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ομαλότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)