ομοδικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.mo.ðiˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐δι‐κί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοδικία θηλυκό
- (νομικός όρος) η άσκηση αγωγής ενός κατηγορουμένου από πολλά άτομα ή η μήνυση πολλαπλών ανθρώπων και εταιρικών σωμάτων από το κοινό
- ↪ η ενοικιαστής μιας μεζονέτας αφού παραλίγο να αφήσει την τελευταία του πνοή από τον σοβά που έπεσε από την οροφή, κατέθεσε ομοδικία προς τον ένοικο, τον εργολάβο, και τον αρχιτέκτονα της πολυκατοικίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοδικία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δικία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)