ομοιοπολικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοπολικότητα < ομοιοπολικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοιοπολικότητα θηλυκό
- (χημεία) τον να είναι κάποιος ομοιοπολικός, η ιδιότητα του ομοιοπολικού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοπολικότητα
|