ομοκεντρικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοκεντρικότητα < ομοκεντρικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοκεντρικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ομοκεντρικό(ς), η ιδιότητα του ομοκεντρικού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοκεντρικότητα
|