ομομιξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομομιξία < ομο- + -μιξία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inbreeding)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομομιξία θηλυκό
- (βιολογία) η κατάσταση ενός πληθυσμού, του οποίου οι απόγονοι που προέρχονται από συζεύξεις συγγενών μεταξύ τους είναι περισσότεροι του συνηθισμένου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομομιξία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μιξία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)