ομοψηφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοψηφία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ομόψηφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοψηφία
|