ομφαλορραγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομφαλορραγία οι ομφαλορραγίες
      γενική της ομφαλορραγίας των ομφαλορραγιών
    αιτιατική την ομφαλορραγία τις ομφαλορραγίες
     κλητική ομφαλορραγία ομφαλορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομφαλορραγία < ομφαλο(ς) + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομφαλορραγία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]