ομφαλοσκοπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɱ.fa.lo.sko.piˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ομ‐φα‐λο‐σκο‐πι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομφαλοσκοπισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) μέθοδος αυτοσυγκέντρωσης που χρησιμοποιούν οι ησυχαστές, κοιτάζοντας την κοιλιά τους για να μην αποσπάται η προσοχή τους
- (νεολογισμός, μεταφορικά) αδυναμία απόκτησης σφαιρικής άποψης για ένα ζήτημα
- ※ Φτάσαμε τελικά να αναρωτιόμαστε για τη χρησιμότητα της ποίησης σε αυτούς τους μικρόψυχους καιρούς, δίχως καθόλου να μας απασχολούν η μικροψυχία και ο ομφαλοσκοπισμός, που ίσως να χαρακτηρίζουν την ίδια τη σημερινή ποίηση και γενικότερα τη διανόηση, η οποία και ταυτίζεται -αλίμονο- μαζί της. (Στρατής Πασχάλης, Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς, Η Ελευθεροτυπία, 12 Φεβρουαρίου 2011)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομφαλοσκοπισμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
- Διαμαντίδης, Αντώνης (2003), Λεξικό των -ισμών, Αθήνα: Γνώση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)