ονηγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ονηγός οι ονηγοί
      γενική του ονηγού των ονηγών
    αιτιατική τον ονηγό τους ονηγούς
     κλητική ονηγέ ονηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονηγός < αρχαία ελληνική ὀνηγός / ὀναγός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.niˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νη‐γός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ονηγός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]