οντάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οντάριο τα οντάρια
      γενική του ονταρίου
οντάριου
των ονταρίων
    αιτιατική το οντάριο τα οντάρια
     κλητική οντάριο οντάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οντάριο < (ον) οντ-  + υποκοριστικό επίθημα -άριο, (μαρτυρείται από το 1888)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /onˈda.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ντά‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οντάριο ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)