οντολογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οντολογισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ontologisme < αρχαία ελληνική ὄν + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οντολογισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι ο Θεός και οι απόψεις και γνώσεις μας περί αυτού ενυπάρχει στον άνθρωπο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ontologism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οντολογισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)