ονυχογρύπωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ονυχογρύπωση | οι | ονυχογρυπώσεις |
γενική | της | ονυχογρύπωσης* | των | ονυχογρυπώσεων |
αιτιατική | την | ονυχογρύπωση | τις | ονυχογρυπώσεις |
κλητική | ονυχογρύπωση | ονυχογρυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονυχογρυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονυχογρύπωση < ονυχο- + γρύπ(ας) + -ωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ονυχογρύπωση θηλυκό [1]
- (ιατρική) επιμήκυνση ενός νυχιού, με επακόλουθη συστροφή ή παραμόρφωσή του, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονυχογρύπωση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ονυχογρύπωση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ονυχο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)