οξειδάση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξειδάση οι οξειδάσες
      γενική της οξειδάσης των οξειδασών
    αιτιατική την οξειδάση τις οξειδάσες
     κλητική οξειδάση οξειδάσες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξειδάση < (λόγιο δάνειο) γαλλική oxydase < oxyd- οξείδ(ιο) + -ase (-άση)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ksiˈða.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οξειδάση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • oxidase στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]