οξυγναθισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυγναθισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος οξύγναθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυγναθισμός
|