οξυγραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυγραφία οι οξυγραφίες
      γενική της οξυγραφίας των οξυγραφιών
    αιτιατική την οξυγραφία τις οξυγραφίες
     κλητική οξυγραφία οξυγραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξυγραφία < οξύ + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οξυγραφία θηλυκό

  • μέθοδος χαρακτικής, σύμφωνα με την οποία, ένα ισχυρό οξύ κόβει τα μη προστατευμένα μέρη μιας επιφάνειας μετάλλων, για να δημιουργήσει ένα σχέδιο στο μέταλλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]