οξυκεφαλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυκεφαλία οι οξυκεφαλίες
      γενική της οξυκεφαλίας των οξυκεφαλιών
    αιτιατική την οξυκεφαλία τις οξυκεφαλίες
     κλητική οξυκεφαλία οξυκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξυκεφαλία < οξυ(ς) + -κεφαλία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οξυκεφαλία θηλυκό

  • (βιολογία) παραμόρφωση του κρανίου, κατά την οποία έχει μυτερό σχήμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]