οξύμωρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξύμωρος η οξύμωρη το οξύμωρο
      γενική του οξύμωρου της οξύμωρης του οξύμωρου
    αιτιατική τον οξύμωρο την οξύμωρη το οξύμωρο
     κλητική οξύμωρε οξύμωρη οξύμωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξύμωροι οι οξύμωρες τα οξύμωρα
      γενική των οξύμωρων των οξύμωρων των οξύμωρων
    αιτιατική τους οξύμωρους τις οξύμωρες τα οξύμωρα
     κλητική οξύμωροι οξύμωρες οξύμωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξύμωρος < ελληνιστική ὀξύμωρος < ὀξύς και μωρός

Επίθετο[επεξεργασία]

οξύμωρος - η - ο

  • αντιφατικός, που οι ενέργειες ή οι ιδιότητές του δεν μπορούν λογικά να συνυπάρχουν, φαινομενικά μωρός πράγματι όμως λίαν ευφυής.

συντακ. «οξύμωρον σχήμα»→ «σπεύδε βραδέως»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]