οπαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπαλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπαλισμός αρσενικό
- διάσπαρτες μικροκοιτίδες πολυχρωμίας σε χρωματικά ουδέτερο φόντο
- (μεταφορικά) ιριδισμός