οπισθόγραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθόγραφος < οπισθογραφώ + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
οπισθόγραφος, -η, -ο
- που έχει γραφτεί από το πίσω μέρος
- άλλη μορφή του οπισθογραφημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις οπισθογραφώ, όπισθεν, πίσω και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθόγραφος