οποσάκις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οποσάκις < αρχαία ελληνική ὁποσάκις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.poˈsa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πο‐σά‐κις
Επίρρημα[επεξεργασία]
οποσάκις (χρονικό επίρρημα)
- (αρχαιοπρεπές) όσες φορές, οσάκις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οποσάκις
→ δείτε τη λέξη οσάκις |