ορειβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορειβάτης < αρχαία ελληνική ὀρειβάτης < ὄρος + βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική mountaineer)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορειβάτης αρσενικό (θηλυκό: ορειβάτισσα)
- ο άνδρας που ασχολείται με την ορειβασία
- ομάδα ορειβατών, που χάθηκαν στα χιόνια, εντοπίστηκε σε ορεινό καταφύγιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ορειβασία
- ορειβάτιδα
- ορειβατικός
- ορειβάτις
- ορειβατισμός
- ορειβάτισσα
- ορειβατώ
- → δείτε τις λέξεις όρος και βαίνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορειβάτης