ορθογώνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθογώνιος η ορθογώνια το ορθογώνιο
      γενική του ορθογώνιου της ορθογώνιας του ορθογώνιου
    αιτιατική τον ορθογώνιο την ορθογώνια το ορθογώνιο
     κλητική ορθογώνιε ορθογώνια ορθογώνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθογώνιοι οι ορθογώνιες τα ορθογώνια
      γενική των ορθογώνιων των ορθογώνιων των ορθογώνιων
    αιτιατική τους ορθογώνιους τις ορθογώνιες τα ορθογώνια
     κλητική ορθογώνιοι ορθογώνιες ορθογώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθογώνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρθογώνιος < ὀρθός + γωνία. Συγχρονικά αναλύεται σε ορθο- + -γώνιος

Επίθετο[επεξεργασία]

ορθογώνιος, -α, -ο [1][2]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • [[ορθο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ορθογώνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)