ορκίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορκίζομαι < παθητική φωνή του ορκίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oɾˈci.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐κί‐ζο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ορκίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]