ορτύκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀρτύκι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορτύκι τα ορτύκια
      γενική του ορτυκιού των ορτυκιών
    αιτιατική το ορτύκι τα ορτύκια
     κλητική ορτύκι ορτύκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
'Eνα ορτύκι.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορτύκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀρτύκι (μορφή του ὀρτύκιον) < αρχαία ελληνική αμάρτυρος τύπος *ὀρτύκιον < ὀρτύγιον, υποκοριστικό του ὄρτυξ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oɾˈti.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐τύ‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορτύκι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]