οσμολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οσμολογία θηλυκό
- η επιστήμη που ασχολείται με τις οσμές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οσμολογία
|